Δευτέρα 20 Ιανουαρίου 2025

Δέσποινα Marquardt Αναστασιάδου. «Ενδόμυχοι ψίθυροι».

 



Η ύπαρξη προϋποθέτει εμπιστοσύνη στον καρτεσιανό ορθολογισμό του χάους.

Η ύπαρξη στην καθημερινή ζωή γίνεται ίζημα προβληματισμού και γνώσης. Η φωνή περιστρέφει τη σκέψη για να συλλάβει συναισθήματα και μνήμες με την εμπιστευτική αποτελεσματικότητα μιας εικονιστικής γλώσσας και ρεαλιστικής, ικανή να φωτίζει τις ζώνες του συναισθηματικού.


Ο λόγος για την εξαιρετική ποιητική συλλογή «Ενδόμυχοι ψίθυροι» της

κ. Δέσποινας Marquardt Αναστασιάδου από τις Εκδόσεις: Αποστακτήριο.


Οι στίχοι αγγίζουν ανυπόμονα αυτό που είναι κοντά, ακούνε τη ροή της συνείδησης και ορίζουν μια ευαισθησία που συχνά διερευνά τις πλοκές του λαβυρίνθου σκεπτόμενου εαυτού, αλλά που κάνει την αβεβαιότητα λόγο, τον επιδερμικό θόρυβο που προσκολλάται χωρίς παύση στη χρονολογία της μνήμης.


Η μοναξιά ως ίχνη κούρασης και απουσίας παραμένουν στο βλέμμα. Ποιος παρατηρεί, Στοχάζεται και ταξιδεύει μέσα από μια οικεία προσωπική ιστορία. Ξέρει ότι οι στίχοι γεννιούνται όταν η ζεστασιά της σιωπής, είναι η θεραπεία και η ανάγκη για φυγή, ένας τρόπος επιβίωσης. Είναι επίσης το σταθερό αποτύπωμα εκείνων που δεν είναι εδώ, εκείνων που άνοιξαν το μάτια και χέρια για να μοιραστούν τη συγκίνηση της αγκαλιάς ή να σπείρουν τη γη γόνιμο των συναισθημάτων.


Η ακινησία των ωρών δείχνουν με εμπιστευτική φωνή ένα λυρικό θέμα στη βαρύτητα της λέξης. Το γαλήνιο βλέμμα του ποιήματος έχει δημιουργήσει μια δική του γλώσσα, μια διατύπωση που μιλάει αόρατα για το χώρο του φωτός που φωτίζει τη μνήμη.


Η διαδικασία της σύνθεσης της ποίησης προσθέτει μια σωστή διαδοχή συνηθειών. Εξομαλύνει την αιχμή της απάρνησης.


Η ποίηση της κυρίας Δέσποινας Marquardt Αναστασιάδου είναι ένα παράθυρο που επιτρέπει στην εξορία, τη χαρούμενη αναδρομή στο παρελθόν, αναζητώντας γλώσσες σαφήνειας και διαφάνειας, λάμψεις “Πάθος και ομορφιά”.


Το γεγονός της ζωής διατηρεί μια συνεχή μάθηση που αναλαμβάνει χώρους ωριμότητας, εκείνη τη στιγμή της αποδοχής του πεπρωμένου κάποιου, της παράδοσης του εαυτού του στο δικό του πεπρωμένο. Φανταστείτε τις σωστές πινελιές, αυτό το ίχνος των χρυσών αντανακλάσεων.


Η αντανακλαστική οικειότητα της ποιήτριας δίνει εμπειρίες που μας επιτρέπουν να κατανοήσουμε τη συναισθηματική αρχαιολογία της ποίησης “όπου όλα φωτίζουν και είναι ένα σημάδι, ακόμα κι αν δεν το γνωρίζουμε, ακόμα κι αν δεν μπορούμε να το αναγνωρίσουμε.


Υπαρξιακή ποίηση, βαθιά δομημένη με βατότητα λόγου.

Το χαρακτηριστικό γνώρισμα της ποίησης της δημιουργού είναι ότι έχει, από την άμεση και βιωματική ουσία του, ένα είδος ικανότητας να αγγίζει το συναισθήματα των άλλων.


Ένα σταθερό, αδιάκοπο ταξίδι που μιλάει στο σιωπή των δεσμών μεταξύ υπαρξιακής ύλης και γλώσσας, δείχνει μια σημαντική αναζήτηση για διαγραμμένα ονόματα, μνήμες και φανταστικές πιστώσεις που ταξίδεψαν στο δρόμο προς την αμνησία. Από τη σχετική ερευνητική παρατήρηση, η ζωή που δαπανάται κατοικεί από μια ατομικότητα που βγαίνει μέχρι σήμερα. Δηλώνει πειστική επιχειρήματα της λέξης για να δώσει μελάνι και χαρτί στην επίκληση, έτσι ώστε το χαμένο αποκτά χρονολογία και νόημα.


Εξαιρετική ποιητική συλλογή.


Συγχαρητήρια.





Κωνσταντίνος Λίχνος “Ο βράχος του Σίσυφου”

 



Η φιλοσοφική ανάλυση που παρείχατε, ο Σίσυφος, καταδικασμένος να κυλήσει ατελείωτα έναν ογκόλιθο σε ένα βουνό μόνο για να πέσει πίσω, δεν είναι απλώς μια φιγούρα μύθου αλλά ένα βαθύ σύμβολο της ανθρώπινης εμπειρίας. Αυτό το συγκεκριμένο απόσπασμα βασίζεται στη φιλοσοφική ερμηνεία του Αλμπέρ Καμύ, όπου το μαρτύριο του Σίσυφου αντικατοπτρίζει τον παραλογισμό της ζωής – ειδικά τον σύγχρονο εργάτη, παγιδευμένο σε επαναλαμβανόμενες, φαινομενικά ανούσιες εργασίες. Τίθεται το κεντρικό ερώτημα: μπορεί κανείς να αντέξει ένα παρόν γεμάτο βάσανα και απόγνωση, γνωρίζοντας ότι δεν υπάρχει υπόσχεση για ένα καλύτερο μέλλον;


Ο λόγος για το εξαιρετικό φιλοσοφικό διήγημα “Ο βράχος του Σίσυφου” του κ. Κωνσταντίνου Λίχνου από τις Εκδόσεις Γράφημα.


Λόγος μεστός πλήρους βατότητας, αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο της υπαρξιακής φιλοσοφίας.

Ο παραλληλισμός ανάμεσα στο μαρτύριο του Σίσυφου και τη ζωή του καθημερινού ανθρώπου. Η διορατικότητα του Καμύ για τις καθημερινές ρουτίνες της ζωής, τις οποίες περιγράφει ως παράλογες, χτυπά την καρδιά της ανθρώπινης ανθεκτικότητας. Πώς βρίσκει κανείς σκοπό όταν το μέλλον δεν υπόσχεται ανακούφιση ή βελτίωση; Ο Σίσυφος γίνεται μια ισχυρή μεταφορά για την ανθρώπινη κατάσταση – αναγκασμένος να υπομείνει, χωρίς ελπίδα ή σωτηρία, αλλά ακόμα να πιέζει προς τα εμπρός. Ο Σίσυφος, αν και γνωρίζει τη ματαιότητα του έργου του, βρίσκει νόημα στον ίδιο τον αγώνα. Αυτός ο προβληματισμός μπορεί να επεκταθεί και στον σύγχρονο εργάτη, ο οποίος, παρά την επανάληψη και τη φαινομενική άσκοπη εργασία των καθημερινών εργασιών, συνεχίζει να αντέχει και να επιμένει.

Το θεωρητικό πλαίσιο που επιλέχθηκε εδώ είναι ο υπαρξισμός, με τον δημιουργό να χρησιμοποιεί τον Σίσυφο για να εξερευνήσει θέματα του παραλογισμού, του υπαρξιακού τρόμου και της ανθρώπινης επιμονής. Προτείνει ότι ακόμη και μπροστά στη ματαιότητα της ζωής, μπορεί κανείς να βρει νόημα μέσω της αντοχής.

Το φιλοσοφικό αυτό διήγημα του κ. Λίχνου, υποστηρίζει ότι η ανθρώπινη κατάσταση μοιάζει πολύ με τη δοκιμασία του Σίσυφου, καθώς επιμένουμε στην καθημερινή μας ζωή παρά τη ματαιότητα που διαφαίνεται από πάνω μας. Αυτή η πλαισίωση Το δοκίμιο επισημαίνει ότι ακριβώς όπως ο Σίσυφος είναι καταραμένος να επαναλαμβάνει το έργο του αιώνια, ο σημερινός εργάτης μπορεί να βρεθεί παρομοίως παγιδευμένος – εκτελώντας τις ίδιες εργασίες μέρα με τη μέρα, χρόνο με τον χρόνο, χωρίς νόημα ή ελπίδα για αλλαγή.


Ενώ η σύγκριση μεταξύ του Σίσυφου και του σύγχρονου εργάτη προκαλεί σκέψη, κινδυνεύει να υπεραπλουστεύσει την πολυπλοκότητα των ανθρώπινων κινήτρων. Μπορεί ένας άνθρωπος να αντέξει αληθινά μια ζωή ταλαιπωρημένη χωρίς ελπίδα; Είναι ρεαλιστικό να προτείνουμε ότι η απλή αποδοχή του παραλογισμού της ζωής αρκεί για να βρει νόημα στα βάσανα; Φαίνεται να υπάρχει μια υποκείμενη υπόθεση ότι όλοι οι εργαζόμενοι μοιράζονται την ίδια αίσθηση ματαιότητας, ωστόσο πολλοί βρίσκουν σκοπό μέσω των συνδέσεων, της δημιουργικότητας ή ακόμα και των μικρών νικών στην καθημερινή τους ρουτίνα. Η ανάλυση θα μπορούσε να επωφεληθεί από μια πιο λεπτή εξερεύνηση του τρόπου με τον οποίο τα άτομα θα μπορούσαν να βρουν νόημα πέρα ​​από την απλή αντοχή.


Οι επιπτώσεις αυτού του υπαρξιακού πλαισίου είναι ισχυρές. Εάν αποδεχτούμε ότι το νόημα της ζωής δεν είναι προκαθορισμένο, αλλά κατασκευάζεται μέσω της προσωπικής εμπειρίας, ανοίγει την πόρτα για να εξερευνήσουμε πώς τα άτομα μπορούν να δημιουργήσουν σκοπό, ακόμη και μπροστά στην απόγνωση. Ωστόσο, εγείρει επίσης ανησυχητικά ερωτήματα: Τι συμβαίνει με όσους δεν βρίσκουν νόημα στον αγώνα; Ποιο είναι το ψυχολογικό και κοινωνικό κόστος μιας ζωής χωρίς ελπίδα;


Μας καλεί να αναλογιστούμε βαθιά τη φύση της ανθρώπινης επιμονής, την αναζήτηση νοήματος μπροστά στη ματαιότητα και την πολυπλοκότητα της υπομονής των κακουχιών. Ενώ προσφέρει βαθιές γνώσεις, μας προκαλεί επίσης να σκεφτούμε κριτικά για το εάν η απλή αντοχή μπορεί πραγματικά να διατηρήσει το ανθρώπινο πνεύμα. Η μεταφορά του Σίσυφου έχει απήχηση επειδή, όπως κι εκείνος, όλοι παλεύουμε με το βάρος των δικών μας ογκόλιθων και διαμορφώνουμε την εμπειρία της ζωής μας στον τρόπο που τους κουβαλάμε.


Αυτό που πραγματικά διαπερνά την καρδιά είναι η ιδέα ότι είμαστε όλοι, κατά κάποιο τρόπο, Σίσυφοι. Κουβαλάμε τα βάρη μας –τις ευθύνες, τις απώλειες, τις ατελείωτες εργασίες που καταναλώνουν τις μέρες μας– με την ίδια ήσυχη αποφασιστικότητα, ακόμα κι αν αμφισβητούμε τον σκοπό όλων. Αυτό εγείρει ένα δύσκολο, συγκλονιστικό ερώτημα: πώς συνεχίζουμε όταν κάθε προσπάθεια φαίνεται να καταλήγει σε αποτυχία ή επανάληψη; Πώς αντέχουμε το συνεχές βάρος των αγώνων μας όταν δεν υπάρχει υπόσχεση ανταμοιβής στο τέλος;


Ο Συγγραφέας προτείνει ότι η απάντηση βρίσκεται στην αποδοχή. Γράφει περίφημα: «Κάποιος πρέπει να φανταστεί τον Σίσυφο ευτυχισμένο». Μπορούμε όμως; Μπορούμε πραγματικά να πιστέψουμε ότι, μπροστά στη ματαιότητα, μπορούμε ακόμα να βρούμε τη χαρά; Αυτός είναι ο πυρήνας της φιλοσοφικής πρόκλησης της εργασίας. Η ιδέα να βρεις την ειρήνη μέσα στον αγώνα, να αγκαλιάσεις τον παραλογισμό της ζωής και να επιλέξεις να ζεις παρά το γεγονός αυτό, είναι τόσο λυτρωτική όσο και αποκαρδιωτική.


Ωστόσο, το συναισθηματικό βάρος αυτής της ιδέας δεν μπορεί να υπερεκτιμηθεί. Η εικόνα του Σίσυφου να κυλάει τον ογκόλιθο του ατελείωτα, γνωρίζοντας ότι θα πέσει, αλλά συνεχίζει – αυτή είναι η ενσάρκωση της ανθεκτικότητας. Είναι η ίδια ανθεκτικότητα που ζει σε κάθε άνθρωπο που ξυπνά κάθε μέρα και αντιμετωπίζει τις δικές του μάχες. Είναι η ίδια ανθεκτικότητα που επιτρέπει στους ανθρώπους να υπομείνουν την απογοήτευση, τη θλίψη, την απογοήτευση και το συντριπτικό βάρος της ρουτίνας, ακόμη και όταν δεν υπάρχει ξεκάθαρη υπόσχεση αλλαγής.


Αλλά το φιλοσοφικό αυτό διήγημα μας καλεί επίσης να κοιτάξουμε πέρα ​​από αυτήν την ανθεκτικότητα σε επίπεδο επιφάνειας. Μας αναγκάζει να αντιμετωπίσουμε το ερώτημα: αρκεί η απλή αντοχή; Είναι πραγματικά βιώσιμη η επιβίωση, χωρίς ελπίδα για κάτι μεγαλύτερο; Ο σύγχρονος κόσμος είναι γεμάτος με Σισύφεια καθήκοντα – δουλειές που συνθλίβουν την ψυχή, ρόλοι που νιώθουν άχαροι, ευθύνες που μοιάζουν ατελείωτες. Σε αυτό το πλαίσιο, η αντοχή μπορεί να γίνει μια παγίδα, όπου το άτομο σπρώχνει προς τα εμπρός όχι από δύναμη, αλλά επειδή αισθάνεται ότι δεν έχει άλλη επιλογή.


Αυτό το υπαρξιακό δίλημμα είναι που κάνει τα επιχειρήματα του διηγήματος τόσο ισχυρά αλλά και τόσο ανησυχητικά. Η αποδοχή του παραλογισμού της ζωής μπορεί να προσφέρει προσωρινή παρηγοριά, αλλά κινδυνεύει επίσης να ενθαρρύνει ένα είδος μουδιάσματος, όπου σταματάμε να αναζητούμε περισσότερα. Αν εμείς, όπως ο Σίσυφος, απλώς αποδεχτούμε τη μοίρα μας και σπρώξουμε μπροστά, αυτό σημαίνει ότι έχουμε πάψει να πιστεύουμε στην πιθανότητα αλλαγής;


Η ιδέα ότι «πρέπει κανείς να φανταστεί τον Σίσυφο ευτυχισμένο» μπορεί να αισθάνεται σχεδόν σκληρή στην αισιοδοξία της. Μας ζητά να βρούμε νόημα εκεί που μπορεί να μην υπάρχει, να δημιουργήσουμε ελπίδα μέσα στην απελπισία. Και όμως, όπως υποδηλώνει η εφημερίδα, υπάρχει μια ορισμένη περιφρόνηση σε αυτό. Το να αντέχεις, να συνεχίζεις να σπρώχνεις τον ογκόλιθο ακόμα κι όταν νιώθεις άσκοπος, σημαίνει να επιβεβαιώνεις τη ζωή μπροστά στον παραλογισμό της. Αυτό, ίσως, είναι όπου το επιχείρημα του Καμύ βρίσκει τη βαθύτερη συναισθηματική του απήχηση: στην πράξη της επιλογής να ζήσει παρ’ όλα αυτά.


Ωστόσο, αυτό το συμπέρασμα εξακολουθεί να αφήνει μακροχρόνιες αμφιβολίες. Είναι εύκολο να πούμε ότι πρέπει να βρούμε την ευτυχία στον αγώνα, αλλά για πολλούς, αυτός ο αγώνας είναι συντριπτικός. Τι συμβαίνει όταν το βάρος γίνεται πολύ βαρύ, όταν το βάρος των προκλήσεων της ζωής ωθεί έναν άνθρωπο στο χείλος του γκρεμού; Το φιλοσοφικό αυτό διήγημα φαίνεται να υποθέτει ότι κάθε άτομο έχει την ικανότητα να αντέξει όπως ο Σίσυφος, αλλά στην πραγματικότητα, δεν μπορούν όλοι να αντέξουν ένα τέτοιο φορτίο επ’ αόριστον. Το συναισθηματικό και ψυχολογικό τίμημα της ζωής χωρίς ελπίδα μπορεί να οδηγήσει σε απόγνωση, κατάθλιψη και, για κάποιους, σε οριακό σημείο.


Τελικά, ενώ η εργασία προσφέρει έναν βαθύ προβληματισμό για την ανθρώπινη κατάσταση, εγείρει επίσης άβολα ερωτήματα σχετικά με τα όρια της αντοχής. Μας αναγκάζει να αναλογιστούμε αν μπορούμε πραγματικά να φανταστούμε τον εαυτό μας ευτυχισμένο, όπως ο Σίσυφος, ή αν απλώς προσποιούμαστε, από ανάγκη, ότι αντιμετωπίζουμε τον παραλογισμό της ζωής. Οι συνέπειες για μελλοντική έρευνα, ιδιαίτερα στην κατανόηση των ψυχολογικών επιπτώσεων της ρουτίνας, της επαναλαμβανόμενης εργασίας και της υπαρξιακής απόγνωσης, είναι τεράστιες. Πώς μπορούμε να βοηθήσουμε τους ανθρώπους να βρουν νόημα στην καθημερινή τους ζωή, ειδικά όταν αυτές οι ζωές μοιάζουν χωρίς σκοπό ή χαρά; Πώς χτίζουμε έναν κόσμο όπου η αντοχή δεν είναι η μόνη επιλογή;


Συμπερασματικά, η ανάλυση του Σίσυφου ως συμβόλου της σύγχρονης ύπαρξης είναι ταυτόχρονα στοιχειωτική και εμπνευσμένη. Μιλάει για τη δύναμη του ανθρώπινου πνεύματος, αλλά και για την ευθραυστότητά του. Όλοι είμαστε ικανοί να υπομείνουμε μεγάλες δυσκολίες, αλλά με ποιο κόστος; Το διήγημα αυτό δεν μας αφήνει εύκολες απαντήσεις, παρά μόνο την απογοητευτική πραγματικότητα ότι η ζωή, σε όλο της τον παραλογισμό, απαιτεί από εμάς να συνεχίσουμε να προχωράμε προς τα εμπρός, ακόμη και όταν η κορυφή είναι εκτός οπτικής γωνίας. Σε αυτή την ακατάπαυστη ανάβαση, ίσως μπορούμε να βρούμε μια αναλαμπή νοήματος – αλλά πρέπει επίσης να αντιμετωπίσουμε την οδυνηρή αλήθεια ότι δεν θα φτάσουν όλοι στην κορυφή και δεν θα βρουν όλοι την ευτυχία στην ίδια την ανάβαση.




Τετάρτη 2 Ιανουαρίου 2019

Σμαραγδή Μητροπούλου – Πρίν ο ήλιος δύσει.

 


Η ελληνική λογοτεχνία είναι γεμάτη από στερεότυπα. Οι συγγραφείς της χωρίζονται γενικά σε δύο κατηγορίες: αυτούς που παράγουν τα ρομάντζα με τα γυαλιστερά εξώφυλλα, κι αυτούς που απευθύνονται σε σοβαρότερο αναγνωστικό κοινό.


Πολλοί είναι αυτοί που θέλουν να αφηγηθούν μια ιστορία, αλλά λίγοι όσοι μπορούν να το κάνουν καλά. Ένα στοιχείο κάθε πετυχημένης ιστορίας είναι οι καλές περιγραφές. Η κ. Σμαραγδή Μητροπούλου αποδίδει άριστα το περίγραμμα των ηρώων της.

Χάρη στην εξαιρετική παρατηρητικότητα και την εκφραστική αισθαντική ικανότητα της κ. Σμαραγδής Μητροπούλου, ο αναγνώστης αισθάνεται ότι παρελαύνει εμπρός του στην κάθε του λεπτομέρεια ο καθημερινό βίος ανθρώπων που μοιάζουν γνώριμοι, ίσως και οικείοι.

Η αφήγηση είναι αβαθής, καθώς στην αδιάκοπη ροή της φαίνεται πως δεν προφταίνει να ανακοπεί κάπου, να συγκεντρωθεί αλλού, ώστε να σταθεί για λίγο το βλέμμα τού αναγνώστη στο χαρακτήρα των ηρώων και να βαθύνει η σκέψη του στα όσα γίνονται.

Στα θετικά τού βιβλίου προσμετράται η ιδέα μιας υπαρξιακά σημαίνουσας ιστορίας.

Η γλώσσα είναι καλοδουλεμένη, κι η πλοκή αναπτύσσεται πολύ αξιόλογα.

Αναμφισβήτητα ειναι ενα πολύ αξιόλογο θεατρικό έργο που οι αναγνώστες είναι αδύνατο να μην θαυμάσουν την μαεστρία της συγγραφέως!